παλαμοειδής

παλαμοειδής
-ές
αυτός που μοιάζει με παλάμη, που έχει το σχήμα παλάμης («παλαμοειδές φύλλο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Βλ. Σκορδέλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”